- σουρούπωμα
- το, Ν [σουρουπώνω]το σούρουπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σουρούπωμα — το σούρουπο, νύχτωμα: Ξεκίνησαν σουρουπώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημίφως — το 1. γεν. ασθενές φως, μισόφωτο, μισοσκόταδο, σκιόφως 2. (ειδ.) το αμυδρό φως τής ημέρας κατά την αρχή τού λυκαυγούς* και κατά το τέλος τού λυκόφωτος*, σύθαμπο, σούρουπο, σουρούπωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φως. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον… … Dictionary of Greek
λυκαυγής — ές (AM λυκαυγής, ές) 1. αυτός που φέγγει ελάχιστα, που φωτίζει αμυδρά 2. το ουδ. ως ουσ. το λυκαυγές το χρονικό διάστημα λίγο πριν από την ανατολή τού ηλίου, καθώς και το διάχυτο φως που υπάρχει στην ατμόσφαιρα αυτή την ώρα («οὐδ ἡμέρα πάνυ… … Dictionary of Greek
λυκόφως — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 18 μ., 630 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σουφλίου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, κοντά στον ποταμό Έβρο, 58 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σουφλίου. Μέχρι το 1953 ονομαζόταν … Dictionary of Greek
μούχρωμα — το [μουχρώνω] σουρούπωμα, σύθάμπο, σούρουπο («το μούχρωμα ή σύθαμπο μέσα στ απόσκια δάση», Γρυπ.) … Dictionary of Greek
σούρουπο — το, Ν το λυκόφως, η μετά την δύση τού ηλίου και πριν από την νύχτα ώρα, σουρούπωμα, σύθαμπο, μούχρωμα («ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα», Μαβίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *σύρρυπον (< σύν + ῥύπος), πρβλ. σύ θαμπο] … Dictionary of Greek
soare — SOÁRE, (2) sori, s.m. 1. Corp ceresc principal al sistemului nostru planetar, incandescent şi luminos, în jurul căruia gravitează şi se învârtesc pământul şi celelalte planete (planetă) ale sistemului. ♢ loc. adv. Sub (sau pe sub) soare = pe… … Dicționar Român